φυτολόγιο

φυτολόγιο
το, Ν
συλλογή αποξηραμένων φυτών ή τμημάτων φυτών, επιστημονικά ταξινομημένων, η οποία χρησιμοποιείται για βοτανικές μελέτες, ερμπάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + -λόγιο*. Η λ., στον λόγιο τ. φυτολόγων, μαρτυρείται από το 1873 στον Θεόδ. Ορφανίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυτολόγιο — το συλλογή αποξεραμένων φυτών που διατηρούνται με τρόπο ο οποίος επιτρέπει τη μελέτη των κυριότερων χαρακτηριστικών τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γουλιμής, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1886 – 1963).Νομικός και βοτανολόγος. Ο Γ. υπήρξε διακεκριμένος μελετητής της ελληνικής χλωρίδας. Καταγόταν από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου και σπούδασε νομικά στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Ρώμη. Μετά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”